Οικονομική πολιτική και κοινωνική συναίνεση
Τα τελευταία σαράντα χρόνια έχουν καταρτιστεί δεκατέσσερα αναπτυξιακά και σταθεροποιητικά προγράμματα για την ελληνική οικονομία. Αν εξαιρεθεί το πρώτο πενταετές πρόγραμμα των ετών 1960-1964, όλα τα υπόλοιπα είτε εγκαταλείφθηκαν σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά την έναρξη τους είτε τελικά απόκλιναν σημαντικά από τον προκαθορισμένο στόχο. Για τους λόγους που οδήγησαν στην τελική αποτυχία των παραπάνω πολλά μπορούν να αναφερθούν:
Ένας όμως από τους παράγοντες που φαίνεται ότι διαδραμάτισε κυρίαρχο ρόλο στην πορεία υλοποίησης σχετίζεται με το βαθμό κοινωνικής αποδοχής και το μέγεθος της κοινωνικής συναίνεσης που είχαν αυτά τα προγράμματα.
Συμφωνά με τα οικονομικά της ευημερίας, το κριτήριο για ένα μέτρο πολιτικής αν είναι επιθυμητό σχετίζεται με τη βελτίωση της ευημερίας των μελών της κοινωνίας. Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω θα περίμενε κανείς τα μέτρα πολιτικής τα οποία πληρούν το κριτήριο να απολαμβάνουν και την κοινωνική συναίνεση. Προβλήματα όμως που σχετίζονται με την ασυμμετρία των πληροφοριών, την περίοδο αποζημίωσης για κάθε κοινωνική ομάδα, την αξιοπιστία του φορέα πολιτικής ή, τέλος, πολιτικές σκοπιμότητες καθιστούν ουσιαστικά αδύνατη την κοινωνική συναίνεση και την αποδοχή ακόμα και μέτρων οικονομικής πολιτικής που μπορούν να βελτιώσουν σημαντικά το επίπεδο ευημερίας μιας κοινωνίας.
Σε οικονομίες της αγοράς η κοινωνική συναίνεση εξαρτάται από τη λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών. Οι θεσμοί ως μηχανισμοί εγγύησης και διανομής της οικονομίας μπορούν να μεταβάλλουν το συναινετικό πλαίσιο χωρίς να είναι λίγες οι φορές όπου απαιτείται μια ουσιαστική κρατική παρέμβαση για την επίτευξη ενός συναινετικού πλαισίου. Πρέπει να σημειωθεί ότι κοινωνίες με υψηλό επίπεδο πολιτικού πολιτισμού έχουν εξασφαλίσει μια μακροχρόνια κοινωνική συναίνεση η οποία ξεπερνάει τον πολιτικό και εκλογικό κύκλο. Βλέπουμε έτσι σε πολλές χώρες της Ε.Ε. να υπάρχει μια αξιοσημείωτη σύγκλιση στους επιθυμητούς στόχους της οικονομικής πολιτικής συνδυασμένη σε μια πολιτική συναίνεσης. Στο ίδιο πλαίσιο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιδιώκει τη μέγιστη δυνατή κοινωνική συναίνεση για την επιτυχή εφαρμογή βασικών πολιτικών.
Με το πέρας της μακράς προεκλογικής περιόδου και δεδομένης της σύγκλισης περί αναπτυξιακής αναβάθμισης του τόπου δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει την αναγκαιότητα αντιμετώπισης των διαρθρωτικών προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας. Η μείωση της ανεργίας, η αύξηση της ανταγωνιστικότητας με την παράλληλη αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων, και την προσέλκυση των ξένων άμεσων επενδύσεων όπως επίσης και η αντιμετώπιση του δημοσιονομικού ελλείμματος και του εξωτερικού χρέους απαιτούν την εφαρμογή μέτρων πολιτικής και την εξασφάλιση της κοινωνικής συναίνεσης. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου η σύγκλιση των πολιτικών κομμάτων στους παραπάνω στόχους ήταν για άλλη μια φορά αξιοσημείωτη. Η διαφοροποίηση υφίσταται αφενός στους ενδιάμεσους στόχους και στα μέσα για την υλοποίηση αυτών των στόχων και αφετέρου στη διαχρονική κατανομή του κόστους που συνεπάγονται τα μέτρα πολιτικής. Παρ’ όλη όμως την προαναφερόμενη διαφοροποίηση, η παρουσίαση της σωστής διάστασης του προβλήματος με τη δημοσιονομική απεικόνιση μπορεί να μειώσει τα προβλήματα της πληροφόρησης μεταξύ των κοινωνικών ομάδων. Από την άλλη μεριά, τα δείγματα φερεγγυότητας και αξιοπιστίας της νέας κυβέρνησης μπορούν να εγγυηθούν τη μελλοντική αποζημίωση με την επιτυχία του προγράμματος. Αυτό το οποίο απομένει για την εξασφάλιση της κοινωνικής συναίνεσης είναι η ύπαρξη του πολιτικού-εκλογικού κύκλου και το ενδεχόμενο ορισμένες από αυτές τις πολιτικές να χρειάζονται μεγαλύτερο χρονικό διάστημα ολοκλήρωσης. Σε αυτή την περίπτωση η συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων στη διαδικασία λήψης αποφάσεων μπορεί να εγγυηθεί την επιτυχία των μέτρων πολιτικής.