ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ
ΘΕΟΦΙΛΟΥ ΛΕΟΝΤΑΡΙΔΗ
ΒΟΥΛΕΥΤΗ Ν.Δ. Ν. ΣΕΡΡΩΝ
ΟΜΙΛΙΑ του Βουλευτή Σερρών της Ν.Δ. κ. Θεόφιλου Λεονταρίδη στη Βουλή κατά τη συζήτηση της Πρότασης Νόμου της Νέας Δημοκρατίας για την προαιρετική αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες
Η Πρόταση Νόμου της Νέας Δημοκρατίας υπαγορεύεται από την σταθερή θέση της Ν.Δ. να επικρατήσει πνεύμα διαλόγου και διαλλακτικότητας και επί της ουσίας του θέματος να κατοχυρωθεί η προαιρετικότητα της αναγραφής του θρησκεύματος στο δελτίο ταυτότητος. Προσφέρουμε με αυτόν τον τρόπο μια διέξοδο με τον Κοινοβουλευτικό διάλογο για ένα θέμα που ταλανίζει την ελληνική κοινωνία και κτυπάει το συναίσθημα του Ελληνικού Λαού, ρίχνοντας μια γέφυρα για συνεννόηση την κατάλληλη στιγμή.
Η δημιουργηθείσα κρίση πήρε τις γνωστές επικίνδυνες διαστάσεις ανοικτής διαμάχης μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας εξαιτίας :
1) Της σωρείας κακών κυβερνητικών χειρισμών, οι οποίοι οδήγησαν στην άρνηση ενός ουσιαστικού διαλόγου μεταξύ των δύο πλευρών για την εξεύρεση συναινετικής λύσης.
2) Στον επιχειρηθέντα εμπαιγμό και την αγνόηση της Εκκλησίας από την Κυβέρνηση, η οποία, παρά τις διαβεβαιώσεις του αρμοδίου Υπουργού Παιδείας περί διαλόγου, αιφνιδίασε την Εκκλησία, η οποία ευρέθη προ τετελεσμένων διότι επιχειρήθη μονομερώς και αυταρχικώς λύση σε ένα ζήτημα που απασχολεί εκατομμύρια Ελλήνων πολιτών. Γεννώνται σοβαρότατα ερωτηματικά με την αιφνίδια και ανεξήγητη σπουδή της Κυβέρνησης να εφεύρει πρόβλημα με την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες και να λύσει υποτίθεται αμέσως το πρόβλημα και δεν εξετάζεται καθόλου το κοινωνικό ρήγμα που έχει δημιουργηθεί και οι παρενέργειες του, η κοινωνική αναταραχή, εξ αιτίας της ασέβειας και της αλαζονείας σας προς την Εκκλησία, τον Αρχιεπίσκοπο και τους πολίτες.
3) Της θέσης της Εκκλησίας, η οποία από την αρχή τάχθηκε υπέρ της προαιρετικής αναγραφής του θρησκεύματος πιστεύοντας στο αναφαίρετο δικαίωμα κάθε ανθρώπου για τον ελεύθερο αυτοπροσδιορισμό του, κάτι που δεν προσκρούει ούτε στη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εξ άλλου ο ίδιος ο προεδρεύων Υπουργός εκ μέρους του Συμβουλίου της Ε.Ε. De Costa απάντησε σε ερώτηση Έλληνα Ευρωβουλευτή για την αναγραφή ή όχι του θρησκεύματος λέγοντας μεταξύ άλλων:
“Από μια προκαταρκτική ανάλυση αυτού του θέματος πιστεύουμε ότι η αναγραφή της θρησκείας για πληροφοριακούς ή στατιστικούς λόγους , εάν δεν συνοδεύεται από συγκεκριμένα μέτρα αρνητικής διάκρισης δεν μπορεί να οδηγήσει σε οποιαδήποτε παραβίαση Ευρωπαϊκής αρχής”.
Εμείς είμαστε συνεπείς με τις θέσεις μας. Τη θέση που υποστηρίζαμε το 1993 για προαιρετική αναγραφή του θρησκεύματος, αυτή φέραμε με Πρόταση Νόμου στη Βουλή. Εσείς υποστηρίζατε άλλα τότε και άλλα τώρα εκ διαμέτρου αντίθετα. Δείχνετε όμως και υποκρισία και αναξιοπιστία προς τους πολίτες διότι πριν τις εκλογές της 9ης Απριλίου η Κυβέρνηση δεν πήρε θέση πάνω σ’ αυτό το μείζον θέμα αφού θα ήταν διαφορετικό το εκλογικό αποτέλεσμα.
Με την πρόταση της αυτή η Νέα Δημοκρατία καλεί την Κυβέρνηση ενώπιον του κατ’ εξοχήν αρμόδιου οργάνου δηλαδή της Βουλής, να αφήσει την υποκριτική της τακτικής που συνίσταται στο να κρύβεται πίσω από μια νομικώς εσφαλμένη ερμηνεία εκ μέρους μιας ανεξάρτητης διοικητικής αρχής και να πάρει ευθέως θέση στο όλο θέμα. Η θέση της Νέας Δημοκρατίας είναι απλή και ξεκάθαρη.
Το θρήσκευμα ως στοιχείο του δελτίου ταυτότητας εντάσσεται στο πλαίσιο της προστασίας των ευαίσθητων δεδομένων κατά τις διατάξεις του ήδη ισχύοντος Ν. 2472/1997. Συγκεκριμένα, κατά τις διατάξεις αυτές, το θρήσκευμα μπορεί να αναγράφεται στο δελτίο ταυτότητας μόνον υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση , η συλλογή και επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων, κατά τις διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 2 του ν. 2472/1997. Δηλαδή, μόνον εφ’ όσον η σχετική αναγραφή γίνεται ύστερα από γραπτή συγκατάθεση του ενδιαφερομένου, η οποία είναι πάντοτε προϊόν της ελεύθερης και ανεπηρέαστης βούλησης του.
Εμείς προτάσσουμε την ελευθερία του πολίτη ως θεμελιώδες στοιχείο επιλογής την απόφαση του για καταχώρηση ή μη των προσωπικών του δεδομένων.
Απορρίπτουμε τον υπερπροστατευτισμό, ο οποίος και οδηγεί στην έμμεση ποδηγέτηση των πολιτών και δηλώνουμε εμπιστοσύνη στο πνευματικό επίπεδο των Ελλήνων πολιτών, θεωρώντας το αρκούντως υψηλό, ώστε να μη χρειάζεται κανενός είδους «εκσυγχρονιστική» παρέμβαση ως προς το καθεστώς άσκησης των συνταγματικών μας δικαιωμάτων.
Καμιά Κυβέρνηση και καμιά εξουσία δεν μπορεί να προσποιείται ότι αγνοεί, ούτε πολύ περισσότερο να διαγράψει με μια μονοκονδυλιά, τους αγώνες της Εκκλησίας οι οποίοι και την καταξίωσαν στη συνείδηση του βαθειά θρησκευόμενου λαού μας.
Τέλος, υπό τα δεδομένα αυτά, θεωρούμε πως το όλο ζήτημα πρέπει να αντιμετωπισθεί και να λυθεί από την ίδια τη Βουλή με ρητές και σαφείς διατάξεις, οι οποίες καθιερώνουν την αρχή της προαιρετικής αναγραφής του θρησκεύματος στο δελτίο ταυτότητας.