ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗ ΥΠΟΥΡΓΟΥ
ΘΕΟΦΙΛΟΥ ΛΕΟΝΤΑΡΙΔΗ
Ομιλία του Αναπληρωτή Υπουργού Εσωτερικών Θεόφιλου Λεονταρίδη στη Βουλή στο σχέδιο νόμου
«Έλεγχος των οικονομικών των πολιτικών κομμάτων και των αιρετών αντιπροσώπων της Βουλής και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου»
Βρισκόμαστε σήμερα εδώ, προκειμένου να συζητήσουμε τα ζητήματα που άπτονται της χρηματοδότησης των πολιτικών κομμάτων, των αιρετών αντιπροσώπων της Βουλής, καθώς και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, το κοινώς λεγόμενο «πολιτικό χρήμα».
Η ανάληψη της συγκεκριμένης νομοθετικής πρωτοβουλίας αποτελούσε μονόδρομο, ως μία απαίτηση της ελληνικής κοινωνίας να γνωρίζει που δαπανώνται τα χρήματά της μέχρι το τελευταίο ευρώ. Για τους περισσότερους Έλληνες πολίτες, τα πολιτικά κόμματα συνιστούν μια «μαύρη τρύπα» χρηματοδότησης ενός αδιαφανούς μηχανισμού, ένα χώρο όπου οργιάζει η σπατάλη και η κακοδιαχείριση.
Δεν μπορούμε να απαιτούμε συνεχείς θυσίες από τους Έλληνες πολίτες, όταν εμείς οι ίδιοι ως μέλη πολιτικών κομμάτων και ως Βουλευτές ανεχόμαστε τη διαιώνιση ενός συστήματος που φέρει βαρύ το στίγμα της διαφθοράς. Δεν μπορούμε να απαιτούμε από όλους τους άλλους να αλλάξουν κι εμείς να παραμένουμε οι ίδιοι.
Θα ήθελα από αυτό εδώ το βήμα να αναφέρω, ότι η προσπάθεια νοικοκυρέματος των οικονομικών των πολιτικών κομμάτων ξεκίνησε με πρωτοβουλία του Πρωθυπουργού, κ. Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος οραματίστηκε μια διαδικασία κρατικής χρηματοδότησής τους πιο διαυγή και με αυστηρότερα κριτήρια και προαπαιτούμενα, διαφάνεια στην ιδιωτική χρηματοδότηση και αυστηρό έλεγχο των εισροών και εκροών του «πολιτικού χρήματος», με γνώμονα την απομείωση της κρατικής χρηματοδότησης.
Μέχρι σήμερα, οι πόροι των κομμάτων, προέρχονται από τρεις κύριες πηγές: τον κρατικό προϋπολογισμό, τις εισφορές των μελών και τη χρηματοδότηση ιδιωτών. Ενώ ο πρώτος πόρος είναι απολύτως ελεγχόμενος, για το δεύτερο και για τον τρίτο υπήρχαν πάντοτε αμφιβολίες σχετικά με την προέλευση των χρημάτων, τις δοσοληψίες και την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων συμφερόντων.
Το υφιστάμενο νομοθετικό καθεστώς, επιχείρησε μέσω θεσμικών παρεμβάσεων -ενίοτε εμβαλωματικών- να ελέγξει το μέγεθος και τον τρόπο χρηματοδότησης των κομμάτων, καθώς και της χρήσης που αυτή ετύγχανε, με απώτερο στόχο την αντιμετώπιση της οικονομικής και κατ’ επέκταση πολιτικής διαφθοράς. Πολλά βήματα έγιναν προς τη σωστή κατεύθυνση, όμως κάποια αγκάθια παραμένουν ακόμα. Η μεγάλη πρόκληση είναι η ανάταξη και η αναζωογόνηση του πολιτικού συστήματος.
Αυτή είναι η κατάλληλη στιγμή για να αρχίσει η συζήτηση για τη διαφάνεια του πολιτικού συστήματος. Και η συζήτηση αυτή δεν μπορεί να μην εκκινεί από τα οικονομικά των κομμάτων. Τώρα που η σκληρότερη φάση της κρίσης αποτελεί παρελθόν και βλέπουμε πλέον φως στο βάθος του τούνελ, δεν μπορούμε εμείς να επιζητούμε το σκοτάδι.
Προς την κατεύθυνση ουσιαστικής αλλαγής των κανόνων χρηματοδότησης, η Ελλάδα εντασσόμενη στην Επιτροπή GRECO (Ομάδα Κρατών κατά της διαφθοράς – Group of States Against Corruption) δέχτηκε επιτόπιο έλεγχο το 2009 και την επακόλουθη διατύπωση συστάσεων για τη βελτίωση της σχετικής νομοθεσίας. Στο φως των προαναφερθεισών συστάσεων και έπειτα από δώδεκα (12) έτη ισχύος του Ν.3023/2002 προτείνεται το παρόν σχέδιο νόμου, με γνώμονα την ενίσχυση της διαφάνειας και της λογοδοσίας, την ισχυροποίηση των ελεγκτικών μηχανισμών, καθώς και τη χρηστή οικονομική διαχείριση.
Το παρόν νομοσχέδιο επιχειρεί να γυρίσει σελίδα στη διαδικασία χρηματοδότησης των κομμάτων, κάτι που αποτελεί κορυφαία προτεραιότητα για την κυβέρνηση. Αποτελεί μια ολοκληρωμένη πρόταση για τα οικονομικά των πολιτικών κομμάτων με βάση τη διεθνή και ευρωπαϊκή εμπειρία και με εγγυήσεις απόλυτης διαφάνειας.
Το προτεινόμενο θεσμικό πλαίσιο εδράζεται σε δύο βασικούς πυλώνες. Ο πρώτος εξ αυτών στοχεύει στην απομείωση του συνόλου της κρατικής χρηματοδότησης προς τα πολιτικά κόμματα, ενώ ο δεύτερος φιλοδοξεί να «απογαλακτίσει» τα κόμματα από τον κρατικό κορβανά.
Τα τελευταία χρόνια, ούτως ή άλλως, η χρηματοδότηση είχε περιοριστεί δραματικά λόγω της οικονομικής κρίσης, όμως το νέο νομοσχέδιο ελαττώνει περαιτέρω τα ποσοστά κρατικής χρηματοδότησης και θέτει νέες βάσεις για περισσότερη διαφάνεια και λογοδοσία στα οικονομικά των κομμάτων.
Ειδικότερα, μειώνονται τα ποσοστά τόσο της τακτικής (από 1,02%ο [τοις χιλίοις] των τακτικών εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού του αντίστοιχου οικονομικού έτους σε 0,05% των πραγματοποιηθέντων καθαρών εσόδων του ετήσιου κρατικού απολογισμού του προηγούμενου οικονομικού έτους) όσο και της εκλογικής κρατικής χρηματοδότησης προς τα πολιτικά κόμματα (από 0,022% των τακτικών εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού του αντίστοιχου οικονομικού έτους, σε 0,008% των πραγματοποιηθέντων καθαρών εσόδων του ετήσιου κρατικού απολογισμού του προηγούμενου οικονομικού έτους).
Το ποσοστό κρατικής χρηματοδότησης για ερευνητικούς και επιμορφωτικούς σκοπούς παραμένει σταθερό (0.001%). Αντί των τακτικών εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού θα υπολογίζεται επί των πραγματοποιηθέντων καθαρών εσόδων του ετήσιου κρατικού απολογισμού του προηγούμενου οικονομικού έτους.
Οι διατάξεις αυτές στόχο έχουν να διασφαλίσουν ότι η κρατική χρηματοδότηση που δίδεται για ερευνητικούς και επιμορφωτικούς λόγους διοχετεύεται από τα κόμματα και τους συνασπισμούς στα νομικά πρόσωπά τους για αυτό το σκοπό και ότι δε γίνεται διασπάθιση του δημοσίου χρήματος. Μόνο με αυτό τον τρόπο το πολιτικό σύστημα θα ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη των πολιτών και θα εξαλείψει φαινόμενα που σπέρνουν στους κόλπους της ελληνικής κοινωνίας την απογοήτευση και την καχυποψία για τα δρώμενα στο δημόσιο βίο.
Με πνεύμα ενίσχυσης της λογοδοσίας και της διαφάνειας, το προτεινόμενο νομοσχέδιο ορίζει ότι όλες οι συναλλαγές μεταξύ ιδιωτών και πολιτικών κομμάτων-συνασπισμών κομμάτων διενεργούνται μέσω ενός έως τριών τραπεζικών λογαριασμών, οι οποίοι τηρούνται σε 3 πιστωτικά ιδρύματα της επιλογής τους. Τα δε έσοδα και οι δαπάνες των νομικών προσώπων που λειτουργεί υπό την ομπρέλα των πολιτικών κομμάτων ή συνασπισμών κομμάτων διακινούνται μέσω ενός ή δύο τραπεζικών λογαριασμών. Θεσπίζεται, επιπλέον, η υποχρέωση γνωστοποίησης στην Επιτροπή Ελέγχου της ύπαρξης των συγκεκριμένων τραπεζικών λογαριασμών.
Μια ακόμη ρηξικέλευθη ρύθμιση του νομοσχεδίου είναι ότι η χρηματοδότηση γίνεται στους τραπεζικούς λογαριασμούς με ονομαστικές καταθέσεις πλέον ή με όποια άλλη μέθοδο επιτρέπει τη σύνδεση του προσφερόμενου ποσού με κάποιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο μπορεί να ταυτοποιηθεί. Επιπροσθέτως, για κάθε εισφορά που υπερβαίνει το ποσό των χιλίων πεντακοσίων ευρώ (1.500€) θα διενεργείται υποχρεωτικά μόνο μέσω τραπεζικού λογαριασμού. Το ίδιο ισχύει και για τα νομικά πρόσωπα, ώστε να υπάρχει διαύγεια στις χρηματοροές.
Τα ανώνυμα κουπόνια αποτελούν πλέον παρελθόν και καθίσταται υποχρεωτική στο εξής η αναγραφή στο σώμα του κουπονιού του ονοματεπώνυμου και του αριθμού φορολογικού μητρώου ή του δελτίου της αστυνομικής ταυτότητας του αγοραστή-χρηματοδότη.
Τα πολιτικά κόμματα οφείλουν στο τέλος κάθε έτους να επιστρέφουν στην Επιτροπή Ελέγχου τα αδιάθετα κουπόνια τους. Στη συνέχεια, διενεργείται έλεγχος από την προαναφερθείσα Επιτροπή, προκειμένου να διασταυρωθεί αν το υπόλοιπο που προκύπτει από τη διαφορά ανάμεσα στα θεωρημένα κουπόνια και σε αυτά που έχουν διατεθεί από το κόμμα ή το συνασπισμό, συμπίπτει με τον αριθμό των αδιάθετων κουπονιών.
Το παρόν σχέδιο νόμου στο πλαίσιο της απαγόρευσης χρηματοδότησης των πολιτικών κομμάτων από φυσικά πρόσωπα που δεν φέρουν την ελληνική ιθαγένεια, επεκτείνει την απαγόρευση και στα νομικά πρόσωπα που δεν έχουν την έδρα τους στην ελληνική επικράτεια.
Επιπροσθέτως, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου δεν μπορούν να χρηματοδοτούν πολιτικά κόμματα. Αντιθέτως, για τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου αίρεται η απαγόρευση και μπορούν πλέον να έχουν ρόλο χρηματοδότη, πλην όμως αυτών που ασκούν δημόσια εξουσία, για ευνόητους λόγους.
Αξίζει να υπομνήσουμε, ότι το παρόν σχέδιο νόμου απαγορεύει τη χορήγηση δανείων από τις Τράπεζες προς τους δικαιούχους κρατικής χρηματοδότησης, με εγγύηση την κρατική χρηματοδότηση πέραν του τρέχοντος οικονομικού έτους. Με αυτό τον τρόπο, δίδεται ένα τέλος στον υπέρμετρο δανεισμό των κομμάτων και αποφεύγεται η αποπληρωμή των δανειακών τους υποχρεώσεων βάσει της προσδοκίας μελλοντικής χρηματοδότησης από τον κρατικό προϋπολογισμό.
Επιπλέον, αυξάνεται το όριο χρηματοδότησης σε ένα πολιτικό κόμμα ή συνασπισμό από το ίδιο πρόσωπο κατά τη διάρκεια του ίδιου έτους από το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων ευρώ (15.000€) σε αυτό των είκοσι χιλιάδων ευρώ (20.000€), ενώ η ιδιωτική χρηματοδότηση υποψηφίου ή και αιρετού αντιπροσώπου της Βουλής δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει συνολικά το ποσό των πέντε χιλιάδων ευρώ (5.000€).
Όσον αφορά στις δωρεές που υπερβαίνουν ανά έτος τα όρια χρηματοδότησης, πρέπει να επιστρέφονται στους δωρητές το συντομότερο δυνατό. Στην περίπτωση δε που η επιστροφή των δωρεών αυτών αποδεικνύεται αδύνατη, πρέπει τα ποσά αυτά να δεσμεύονται από τα πιστωτικά ιδρύματα στους λογαριασμούς των δικαιούχων χρηματοδότησης και στη συνέχεια να κατατίθενται στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων στο τέλος κάθε έτους.
Σε μια προσπάθεια εξάλειψης των φαινομένων χάλκευσης της λαϊκής βούλησης, της δωροδοκίας και του κομματικού εξανδραποδισμού, απαγορεύεται πλέον τα πολιτικά κόμματα να χορηγούν εισιτήρια μετακίνησης σε ετεροδημότες κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου. Με τον τρόπο αυτό, ο πολίτης αποδεσμεύεται από εξαρτήσεις που δημιουργούν αυτού του είδους οι παροχές.
Επίσης, το παρόν νομοσχέδιο φιλοδοξεί να άρει την οικονομική εξάρτηση μεταξύ κομμάτων-συνασπισμών κομμάτων και επιχειρήσεων τύπου, προκειμένου να υπάρχει πλέον ανόθευτη πληροφόρηση προς το εκλογικό σώμα, απαλλαγμένη από τα βαρίδια της κομματικής προπαγάνδας, κάτι που συνιστά τη μεγαλύτερη απειλή για την ελληνική κοινωνία.
Τα πολιτικά κόμματα τηρούν στο εξής λογιστικά βιβλία Γ΄ και όχι Β΄ κατηγορίας στην έδρα τους. Επιδιώκεται με αυτό τον τρόπο πληρέστερη απεικόνιση των εσόδων και εξόδων τους και αποτυπώνεται σαφέστερη εικόνα των οικονομικών τους δοσοληψιών. Προς τούτο τα πολιτικά κόμματα οφείλουν να διατηρούν αναλυτικό αρχείο με τα στελέχη των παραστατικών, συμπεριλαμβανομένων και των κουπονιών και των αποδείξεων που αντιστοιχούν σε κάθε έσοδο και δαπάνη που διενεργούν.
Στην περίπτωση δε που ένα πολιτικό κόμμα ή συνασπισμός κομμάτων αρνείται να συμμορφωθεί με τα προβλεπόμενα θα στερείται, κατόπιν κρίσης της Επιτροπής Ελέγχου και σύμφωνα με το μέγεθος της παράλειψης, αντίστοιχο ποσοστό της κρατικής χρηματοδότησης που δικαιούται. Ήρθε η στιγμή να κατανοήσουμε όλοι ότι η παρέκκλιση από τη νομιμότητα δεν συνιστά ένα απλό σύμπτωμα λανθάνουσας οικονομικής συμπεριφοράς, αλλά μια έκφραση βαθιά ριζωμένης αντιπαραγωγικής και στρεβλής νοοτροπίας οικονομικής διαχείρισης.
Στόχος του προτεινόμενου σχεδίου νόμου είναι η διαφάνεια και η άμεση πληροφόρηση του κάθε πολίτη, η ενίσχυση των ελεγκτικών μηχανισμών μέσα από τη θεσμική τους θωράκιση, η λογοδοσία, η διαφάνεια και η χρηστή διαχείριση στην πολιτική και, κατ’ επέκταση, στο δημόσιο βίο.